- μεταδιομαι
- μεταδίομαιμετα-δίομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταδίομαι — (Α) τρέπω σε φυγή, καταδιώκω («μετά με δρόμοισι διόμενοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δίομαι «διώκω»] … Dictionary of Greek